προσονομασία

προσονομασία
η, ΝΑ, και αιολ. τ. προσονυμασία Α [προσονομάζω]
νεοελλ.
1. η πρόσθετη ονομασία, προσωνυμία
2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατηρείται ομοιότητα ήχου στις λέξεις τής ίδιας φράσης
αρχ.
το αποτέλεσμα τού προσονομάζω, η απόδοση ονόματος σε κάποιον ή η κλήση του με ένα όνομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσονομασίας — προσονομασίᾱς , προσονομασία naming fem acc pl προσονομασίᾱς , προσονομασία naming fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσονυμασία — ἡ, Α (αιολ. τ.) βλ. προσονομασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”